- οἰοπόλῳ
- οἰοπόλοςlonelymasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιοπολώ — οἰοπολῶ, έω (Α) [οιοπόλος (Ι)] (ποιητ. τ.) 1. (για ποιμένα) περιπλανώμαι στα βουνά, ζω μόνος μου («ὦ φίλε Βάκχεῑε, ποῑ οἰοπολῶν ξανθὰν χαίταν σείεις», Ευρ.) 2. περπατώ … Dictionary of Greek